ὑπαλειφθῆναι

ὑπαλειφθῆναι
ὑπαλείφω
lay on
aor inf pass

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • υπαλείφω — ὑπαλείφω ΝΜΑ αλείφω ελαφρά και επιφανειακά μσν. παθ. ὑπαλείφομαι μτφ. πληρούμαι, γεμίζω («ἐμὲ... ἔδει ὑφ΄ ὑμῶν ὑπαλειφθῆναι πίστει... ὑπομονῇ», Ιγνάτ.) αρχ. επιχρίω («ὑπαλείφειν κόμμι τὴν γνάθον», Ιπποκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο) * + ἀλείφω] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”